- λειώνω
- tesviye etmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λειώνω — και λειώ (AM λειῶ, όω, Μ και λειώνω) 1. κάνω κάτι λείο, ομαλό, λειαίνω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιοποιώ, λειοτριβώ, μεταβάλλω κάτι στερεό σε παχύρρευστη ή άμορφη μάζα, χυλοποιώ, πολτοποιώ νεοελλ. φρ. «λειώνω κάποιον στο ξύλο» δέρνω κάποιον… … Dictionary of Greek
μέλδω — (Α) 1. μαλακώνω κάτι με βράσιμο, βράζω, λειώνω, τήκω («γέντα βοὸς μέλδοντες», Καλλίμ.) 2. (το μέσ. ή παθ.) μέλδομαι (στον Όμ.) τήκω, λειώνω («ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον... κνίσην μελδόμενος απαλοτρεφέος σιάλοιο» όπως μια χύτρα μέσα βράζει... και… … Dictionary of Greek
τήκω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. τάκω Α μεταβάλλω ένα στερεό σε ρευστό με θερμότητα ή με διάλυση στο νερό, ρευστοποιώ, λειώνω (α. «ο χρυσός τήκεται σε πολύ υψηλή θερμοκρασία» β. «ἐτήκετο κασσίτερος ὥς», Ησίοδ. γ. «ἥλιος τήκει πετραίαν χιόνα», Αισχύλ.) μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
περιτήκω — Α 1. λειώνω εντελώς μέταλλο ή στερεό σώμα και τό μεταβάλλω σε υγρό 2. καλύπτω κάτι ολόγυρα με λειωμένη ύλη 3. (σχετικά με τη γη) ξεπλένω με την ροή τού νερού και αφαιρώ ουσιώδη στοιχεία 4. μτφ. (σχετικά με ασθένεια) λειώνω, σβήνω 5. παθ.… … Dictionary of Greek
συγκατατήκομαι — Α 1. τήκομαι, λειώνω μαζί με κάτι άλλο 2. μτφ. λειώνω για κάτι, καταγίνομαι σε κάτι με όλες τις δυνάμεις μου και αδιαλείπτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατήκω «λειώνω»] … Dictionary of Greek
συντήκω — ΝΑ 1. λειώνω διάφορες ύλες μαζί για να δημιουργήσω κράμα, μίγμα («ἄλειμμα τὸ δι ἐλαίου..., συντακέντος δι ὀλίγου κηροῡ», Πλούτ.) 2. συγχωνεύω νεοελλ. λειώνω εντελώς αρχ. 1. συγκολλώ με σύντηξη 2. διαλύω μαζί 3. φθείρω («τὸν πάντα συντήκουσα… … Dictionary of Greek
αναλειώνω — 1. διαλύω, λειώνω 2. χαλαρώνομαι, παραλύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * επιτ. + λειώνω. ΠΑΡ. ανάλειωμα, αναλειωτός] … Dictionary of Greek
εκτήκω — ἐκτήκω (AM) 1. λειώνω εντελώς, διαλύω, καταστρέφω 2. μτφ. εξαντλώ, φθείρω 3. παθ. φθείρομαι, καταστρέφομαι σιγά σιγά αρχ. παθ. 1. λειώνω και χύνομαι σιγά σιγά («λεπτὸν συχνῶς αἷμα ἐκτηκόμενον», Ιππ.) 2. (το ουδ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ… … Dictionary of Greek
εκχωνεύω — (Α ἐκχωνεύω) λειώνω κάτι στο χωνευτήριο, λειώνω και κατασκευάζω πάλι κάτι, αναχωνεύω … Dictionary of Greek
εντήκω — ἐντήκω (Α) 1. λειώνω, διαλύω 2. χύνω υλικό λειωμένο μέσα σε κάτι («τὰς τούτων ἁρμονίας ἐπλήρου μόλυβδον ἐντήκουσα», Διόδ.) 2. διδάσκω 3. (για συναισθήματα) εισδύω βαθιά στην ψυχή 4. (για πρόσ.) λειώνω από έρωτα 5. εξαντλούμαι από το κλάμα … Dictionary of Greek
επισυντήκω — ἐπισυντήκω (Α) 1. συγχωνεύω, λειώνω 2. παθ. ἐπισυντήκομαι μαραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συντήκω «λειώνω»] … Dictionary of Greek